- τυραννικός
- τυραννικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυραννικός — ή, ό / τυραννικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύραννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύραννο (α. «τυραννικό πολίτευμα» β. «ἐπὶ τήν τυραννικὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε τύραννο (α. «τυραννική διοίκηση» β. «τυραννικὸν… … Dictionary of Greek
τυραννικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αναφέρεται στον τύραννο ή στην τυραννίδα (βλ. λ.), που ταιριάζει στον τύραννο, ο δεσποτικός, ο απολυταρχικός: Τυραννικό πολίτευμα. 2. μτφ., καταπιεστικός, βασανιστικός, μαρτυρικός: Τυραννικοί πόνοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυραννικά — τυραννικός of neut nom/voc/acc pl τυραννικά̱ , τυραννικός of fem nom/voc/acc dual τυραννικά̱ , τυραννικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννικώτερον — τυραννικός of adverbial comp τυραννικός of masc acc comp sg τυραννικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννικωτάτων — τυραννικός of fem gen superl pl τυραννικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννικῶν — τυραννικός of fem gen pl τυραννικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννικόν — τυραννικός of masc acc sg τυραννικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννικώτατα — τυραννικός of adverbial superl τυραννικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννικώτατον — τυραννικός of masc acc superl sg τυραννικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννικαῖς — τυραννικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)